- κνυζηθμός
- κνυζηθμόςwhiningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek
κνυζηθμοῖς — κνυζηθμός whining masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμοῖσιν — κνυζηθμός whining masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμοῦ — κνυζηθμός whining masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμῷ — κνυζηθμός whining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμόν — κνυζηθμός whining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek